Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χοίρινος
χοιρίον
χοιροβοσκός
χοιρογρύλλιος
χοιροδέλφαξ
χοιρόθλιψ
χοιροκομεῖον
χοιροκτονεῖον
χοιροκτόνος
χοιρομάγειρος
χοιροπίθηκος
χοιροπωλέω
χοιροπώλης
χοῖρος
χοιροσφαγεῖον
χοιροσφαγία
χοιροσφάγος
χοιροτροφεῖον
χοιροφορέω
χοιροφόρημα
χοιρώδης
View word page
χοιροπίθηκος
ape with a hog's snout

ShortDef

ape with a hog's snout

Debugging

Headword:
χοιροπίθηκος
Headword (normalized):
χοιροπίθηκος
Headword (normalized/stripped):
χοιροπιθηκος
IDX:
96802
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96803
Key:

Data

{'content': "ape with a hog's snout"}