Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χοιρίνη
χοίρινος
χοιρίον
χοιροβοσκός
χοιρογρύλλιος
χοιροδέλφαξ
χοιρόθλιψ
χοιροκομεῖον
χοιροκτονεῖον
χοιροκτόνος
χοιρομάγειρος
χοιροπίθηκος
χοιροπωλέω
χοιροπώλης
χοῖρος
χοιροσφαγεῖον
χοιροσφαγία
χοιροσφάγος
χοιροτροφεῖον
χοιροφορέω
χοιροφόρημα
View word page
χοιρομάγειρος
pork-butcher

ShortDef

pork-butcher

Debugging

Headword:
χοιρομάγειρος
Headword (normalized):
χοιρομάγειρος
Headword (normalized/stripped):
χοιρομαγειρος
IDX:
96801
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96802
Key:

Data

{'content': 'pork-butcher'}