Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χοίρειος
χοιρέμπορος
χοίρεος
χοιρεών
χοιριδιέμπορος
χοιρίδιον
Χοιρίλος
χοιρίνας
χοιρίνη
χοίρινος
χοιρίον
χοιροβοσκός
χοιρογρύλλιος
χοιροδέλφαξ
χοιρόθλιψ
χοιροκομεῖον
χοιροκτονεῖον
χοιροκτόνος
χοιρομάγειρος
χοιροπίθηκος
χοιροπωλέω
View word page
χοιρίον
a pigling, porker

ShortDef

a pigling, porker

Debugging

Headword:
χοιρίον
Headword (normalized):
χοιρίον
Headword (normalized/stripped):
χοιριον
IDX:
96793
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96794
Key:

Data

{'content': 'a pigling, porker'}