Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χοιράφιος
Χοιρέαι
χοίρειος
χοιρέμπορος
χοίρεος
χοιρεών
χοιριδιέμπορος
χοιρίδιον
Χοιρίλος
χοιρίνας
χοιρίνη
χοίρινος
χοιρίον
χοιροβοσκός
χοιρογρύλλιος
χοιροδέλφαξ
χοιρόθλιψ
χοιροκομεῖον
χοιροκτονεῖον
χοιροκτόνος
χοιρομάγειρος
View word page
χοιρίνη
a small sea-mussel; used to vote with
ShortDef
a small sea-mussel; used to vote with
Debugging
Headword:
χοιρίνη
Headword (normalized):
χοιρίνη
Headword (normalized/stripped):
χοιρινη
IDX:
96791
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96792
Key:
Data
{'content': 'a small sea-mussel; used to vote with'}