Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χοιραδικός
χοιραδώδης
χοιράς
χοιράφιος
Χοιρέαι
χοίρειος
χοιρέμπορος
χοίρεος
χοιρεών
χοιριδιέμπορος
χοιρίδιον
Χοιρίλος
χοιρίνας
χοιρίνη
χοίρινος
χοιρίον
χοιροβοσκός
χοιρογρύλλιος
χοιροδέλφαξ
χοιρόθλιψ
χοιροκομεῖον
View word page
χοιρίδιον
piglet
ShortDef
piglet
Debugging
Headword:
χοιρίδιον
Headword (normalized):
χοιρίδιον
Headword (normalized/stripped):
χοιριδιον
IDX:
96788
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96789
Key:
Data
{'content': 'piglet'}