Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χοινικομέτρης
χοῖνιξ
χοίρα
χοιραδικός
χοιραδώδης
χοιράς
χοιράφιος
Χοιρέαι
χοίρειος
χοιρέμπορος
χοίρεος
χοιρεών
χοιριδιέμπορος
χοιρίδιον
Χοιρίλος
χοιρίνας
χοιρίνη
χοίρινος
χοιρίον
χοιροβοσκός
χοιρογρύλλιος
View word page
χοίρεος
of a pig, of swine

ShortDef

of a pig, of swine

Debugging

Headword:
χοίρεος
Headword (normalized):
χοίρεος
Headword (normalized/stripped):
χοιρεος
IDX:
96785
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96786
Key:

Data

{'content': 'of a pig, of swine'}