Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χοινικιαῖος
χοινικίς
χοινικομέτρης
χοῖνιξ
χοίρα
χοιραδικός
χοιραδώδης
χοιράς
χοιράφιος
Χοιρέαι
χοίρειος
χοιρέμπορος
χοίρεος
χοιρεών
χοιριδιέμπορος
χοιρίδιον
Χοιρίλος
χοιρίνας
χοιρίνη
χοίρινος
χοιρίον
View word page
χοίρειος
of a swine
ShortDef
of a swine
Debugging
Headword:
χοίρειος
Headword (normalized):
χοίρειος
Headword (normalized/stripped):
χοιρειος
IDX:
96783
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96784
Key:
Data
{'content': 'of a swine'}