Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χοήρης
χοηφόρος
χοϊεῖος
χοϊκός
χοινικιαῖος
χοινικίς
χοινικομέτρης
χοῖνιξ
χοίρα
χοιραδικός
χοιραδώδης
χοιράς
χοιράφιος
Χοιρέαι
χοίρειος
χοιρέμπορος
χοίρεος
χοιρεών
χοιριδιέμπορος
χοιρίδιον
Χοιρίλος
View word page
χοιραδώδης
full of rocks; full of swellings
ShortDef
full of rocks; full of swellings
Debugging
Headword:
χοιραδώδης
Headword (normalized):
χοιραδώδης
Headword (normalized/stripped):
χοιραδωδης
IDX:
96779
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96780
Key:
Data
{'content': 'full of rocks; full of swellings'}