Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χοαχύτης
Χόες
χοή
χοήρης
χοηφόρος
χοϊεῖος
χοϊκός
χοινικιαῖος
χοινικίς
χοινικομέτρης
χοῖνιξ
χοίρα
χοιραδικός
χοιραδώδης
χοιράς
χοιράφιος
Χοιρέαι
χοίρειος
χοιρέμπορος
χοίρεος
χοιρεών
View word page
χοῖνιξ
a choenix, a dry
ShortDef
a choenix, a dry
Debugging
Headword:
χοῖνιξ
Headword (normalized):
χοῖνιξ
Headword (normalized/stripped):
χοινιξ
IDX:
96776
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96777
Key:
Data
{'content': 'a choenix, a dry'}