Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Χοασπῖτις
χοαχύτης
Χόες
χοή
χοήρης
χοηφόρος
χοϊεῖος
χοϊκός
χοινικιαῖος
χοινικίς
χοινικομέτρης
χοῖνιξ
χοίρα
χοιραδικός
χοιραδώδης
χοιράς
χοιράφιος
Χοιρέαι
χοίρειος
χοιρέμπορος
χοίρεος
View word page
χοινικομέτρης
one who measures with a χοῖνιξ

ShortDef

one who measures with a χοῖνιξ

Debugging

Headword:
χοινικομέτρης
Headword (normalized):
χοινικομέτρης
Headword (normalized/stripped):
χοινικομετρης
IDX:
96775
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96776
Key:

Data

{'content': 'one who measures with a χοῖνιξ'}