Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χόανος
Χοάσπης
Χοασπῖτις
χοαχύτης
Χόες
χοή
χοήρης
χοηφόρος
χοϊεῖος
χοϊκός
χοινικιαῖος
χοινικίς
χοινικομέτρης
χοῖνιξ
χοίρα
χοιραδικός
χοιραδώδης
χοιράς
χοιράφιος
Χοιρέαι
χοίρειος
View word page
χοινικιαῖος
made from a choenix-measure

ShortDef

made from a choenix-measure

Debugging

Headword:
χοινικιαῖος
Headword (normalized):
χοινικιαῖος
Headword (normalized/stripped):
χοινικιαιος
IDX:
96773
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96774
Key:

Data

{'content': 'made from a choenix-measure'}