Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χναυρός
χναυστικός
χναύω
χνοάζω
χνοάω
χνόη
χνοΐζω
χνόϊος
χνόος
χνοώδης
χοαῖος
χοανεύω
χοάνη
χόανος
Χοάσπης
Χοασπῖτις
χοαχύτης
Χόες
χοή
χοήρης
χοηφόρος
View word page
χοαῖος
holding a χοῦς (A)

ShortDef

holding a χοῦς (A)

Debugging

Headword:
χοαῖος
Headword (normalized):
χοαῖος
Headword (normalized/stripped):
χοαιος
IDX:
96760
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96761
Key:

Data

{'content': 'holding a χοῦς (A)'}