Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χλυρών
χλωράζω
χλωραθέω
χλωραίνομαι
χλωράκοπον
χλωραύχην
χλωρεύς
χλωρηΐς
χλωρίασις
χλωριάω
χλωρίζω
χλωρίς
χλωρῖτις
χλωρίων
χλωροειδής
χλωρόκομος
χλωροκυρτίς
χλωρομέλας
χλωροποιός
χλωρόπτιλος
χλωρός
View word page
χλωρίζω
to be greenish

ShortDef

to be greenish

Debugging

Headword:
χλωρίζω
Headword (normalized):
χλωρίζω
Headword (normalized/stripped):
χλωριζω
IDX:
96730
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96731
Key:

Data

{'content': 'to be greenish'}