Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χλοώδης
χλυρών
χλωράζω
χλωραθέω
χλωραίνομαι
χλωράκοπον
χλωραύχην
χλωρεύς
χλωρηΐς
χλωρίασις
χλωριάω
χλωρίζω
χλωρίς
χλωρῖτις
χλωρίων
χλωροειδής
χλωρόκομος
χλωροκυρτίς
χλωρομέλας
χλωροποιός
χλωρόπτιλος
View word page
χλωριάω
to be greenish, to be pale
ShortDef
to be greenish, to be pale
Debugging
Headword:
χλωριάω
Headword (normalized):
χλωριάω
Headword (normalized/stripped):
χλωριαω
IDX:
96729
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96730
Key:
Data
{'content': 'to be greenish, to be pale'}