Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χλοῦνις
χλοώδης
χλυρών
χλωράζω
χλωραθέω
χλωραίνομαι
χλωράκοπον
χλωραύχην
χλωρεύς
χλωρηΐς
χλωρίασις
χλωριάω
χλωρίζω
χλωρίς
χλωρῖτις
χλωρίων
χλωροειδής
χλωρόκομος
χλωροκυρτίς
χλωρομέλας
χλωροποιός
View word page
χλωρίασις
a greenish colour, paleness
ShortDef
a greenish colour, paleness
Debugging
Headword:
χλωρίασις
Headword (normalized):
χλωρίασις
Headword (normalized/stripped):
χλωριασις
IDX:
96728
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96729
Key:
Data
{'content': 'a greenish colour, paleness'}