Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χλουβοκεραμεύς
χλούνειος
χλούνης
χλοῦνις
χλοώδης
χλυρών
χλωράζω
χλωραθέω
χλωραίνομαι
χλωράκοπον
χλωραύχην
χλωρεύς
χλωρηΐς
χλωρίασις
χλωριάω
χλωρίζω
χλωρίς
χλωρῖτις
χλωρίων
χλωροειδής
χλωρόκομος
View word page
χλωραύχην
fresh-throated

ShortDef

fresh-throated

Debugging

Headword:
χλωραύχην
Headword (normalized):
χλωραύχην
Headword (normalized/stripped):
χλωραυχην
IDX:
96725
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96726
Key:

Data

{'content': 'fresh-throated'}