Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χλιδανός
χλιδανόσφυρος
χλιδάω
χλιδή
χλίδημα
χλιδιάω
χλίδων
χλιδωνόπους
χλίδωσις
χλιεροθαλπής
χλίω
χλιώδης
χλοάζω
χλοανθέω
χλοανθής
χλοανός
χλοαυγής
χλοάω
χλοερός
χλοεροτρόφος
χλόη
View word page
χλίω
to luxuriate, to revel

ShortDef

to luxuriate, to revel

Debugging

Headword:
χλίω
Headword (normalized):
χλίω
Headword (normalized/stripped):
χλιω
IDX:
96692
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96693
Key:

Data

{'content': 'to luxuriate, to revel'}