Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χλεύη
χλήδης
χλῆδος
χλιά
χλιαίνω
χλιαρός
χλιαρότης
χλιαροψύχιον
χλίασμα
χλιάω
χλιδαίνομαι
χλιδανός
χλιδανόσφυρος
χλιδάω
χλιδή
χλίδημα
χλιδιάω
χλίδων
χλιδωνόπους
χλίδωσις
χλιεροθαλπής
View word page
χλιδαίνομαι
to be luxurious, revel

ShortDef

to be luxurious, revel

Debugging

Headword:
χλιδαίνομαι
Headword (normalized):
χλιδαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
χλιδαινομαι
IDX:
96681
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96682
Key:

Data

{'content': 'to be luxurious, revel'}