Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χλευάζω
χλευασία
χλεύασμα
χλευασμός
χλευαστής
χλευαστικός
χλεύη
χλήδης
χλῆδος
χλιά
χλιαίνω
χλιαρός
χλιαρότης
χλιαροψύχιον
χλίασμα
χλιάω
χλιδαίνομαι
χλιδανός
χλιδανόσφυρος
χλιδάω
χλιδή
View word page
χλιαίνω
to warm
ShortDef
to warm
Debugging
Headword:
χλιαίνω
Headword (normalized):
χλιαίνω
Headword (normalized/stripped):
χλιαινω
IDX:
96675
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96676
Key:
Data
{'content': 'to warm'}