Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χλανιδοποιία
χλανιδοποιός
χλανίς
χλανίσκιον
χλανίτιδες
χλαρός
χλεμερός
χλευάζω
χλευασία
χλεύασμα
χλευασμός
χλευαστής
χλευαστικός
χλεύη
χλήδης
χλῆδος
χλιά
χλιαίνω
χλιαρός
χλιαρότης
χλιαροψύχιον
View word page
χλευασμός
a joke
ShortDef
a joke
Debugging
Headword:
χλευασμός
Headword (normalized):
χλευασμός
Headword (normalized/stripped):
χλευασμος
IDX:
96668
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96669
Key:
Data
{'content': 'a joke'}