Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χλαμυδόομαι
χλαμυδοποιία
χλαμυδουργία
χλαμυδουργός
χλαμυδοφορέω
χλαμυρός
χλαμύς
χλανίδιον
χλανιδοποιία
χλανιδοποιός
χλανίς
χλανίσκιον
χλανίτιδες
χλαρός
χλεμερός
χλευάζω
χλευασία
χλεύασμα
χλευασμός
χλευαστής
χλευαστικός
View word page
χλανίς
an upper-garment of wool, a shawl

ShortDef

an upper-garment of wool, a shawl

Debugging

Headword:
χλανίς
Headword (normalized):
χλανίς
Headword (normalized/stripped):
χλανις
IDX:
96660
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96661
Key:

Data

{'content': 'an upper-garment of wool, a shawl'}