Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χλαινιστής
χλαινόω
χλαίνωμα
χλαμυδηφόρος
χλαμύδιον
χλαμυδοειδής
χλαμυδόομαι
χλαμυδοποιία
χλαμυδουργία
χλαμυδουργός
χλαμυδοφορέω
χλαμυρός
χλαμύς
χλανίδιον
χλανιδοποιία
χλανιδοποιός
χλανίς
χλανίσκιον
χλανίτιδες
χλαρός
χλεμερός
View word page
χλαμυδοφορέω
wear a χλαμύς, a short mantle

ShortDef

wear a χλαμύς, a short mantle

Debugging

Headword:
χλαμυδοφορέω
Headword (normalized):
χλαμυδοφορέω
Headword (normalized/stripped):
χλαμυδοφορεω
IDX:
96654
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96655
Key:

Data

{'content': 'wear a χλαμύς, a short mantle'}