Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χιονόχρως
χιονώδης
χιονωπός
Χῖος
Χίος
χιουργής
χιόω
χιραλέος
χιτών
χιτωνία
χιτώνιον
χιτωνίσκος
χιών
χλαβός
χλάδω
χλαῖνα
χλαινηφόρος
χλαινίζω
χλαινιστής
χλαινόω
χλαίνωμα
View word page
χιτώνιον
a woman's frock
ShortDef
a woman's frock
Debugging
Headword:
χιτώνιον
Headword (normalized):
χιτώνιον
Headword (normalized/stripped):
χιτωνιον
IDX:
96636
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96637
Key:
Data
{'content': "a woman's frock"}