Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χιονόπεζα
χιονοτρόφος
χιονόχροος
χιονόχρως
χιονώδης
χιονωπός
Χῖος
Χίος
χιουργής
χιόω
χιραλέος
χιτών
χιτωνία
χιτώνιον
χιτωνίσκος
χιών
χλαβός
χλάδω
χλαῖνα
χλαινηφόρος
χλαινίζω
View word page
χιραλέος
with chapped hands

ShortDef

with chapped hands

Debugging

Headword:
χιραλέος
Headword (normalized):
χιραλέος
Headword (normalized/stripped):
χιραλεος
IDX:
96633
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96634
Key:

Data

{'content': 'with chapped hands'}