Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χιονόβοσκος
χιονοθρέμμων
χιονόκτυπος
χιονόμελι
χιονόομαι
χιονόπεζα
χιονοτρόφος
χιονόχροος
χιονόχρως
χιονώδης
χιονωπός
Χῖος
Χίος
χιουργής
χιόω
χιραλέος
χιτών
χιτωνία
χιτώνιον
χιτωνίσκος
χιών
View word page
χιονωπός
snow-white, fair
ShortDef
snow-white, fair
Debugging
Headword:
χιονωπός
Headword (normalized):
χιονωπός
Headword (normalized/stripped):
χιονωπος
IDX:
96628
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96629
Key:
Data
{'content': 'snow-white, fair'}