Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χιονόβολος
χιονοβόλος
χιονόβοσκος
χιονοθρέμμων
χιονόκτυπος
χιονόμελι
χιονόομαι
χιονόπεζα
χιονοτρόφος
χιονόχροος
χιονόχρως
χιονώδης
χιονωπός
Χῖος
Χίος
χιουργής
χιόω
χιραλέος
χιτών
χιτωνία
χιτώνιον
View word page
χιονόχρως
with snow-white skin: snow-white

ShortDef

with snow-white skin: snow-white

Debugging

Headword:
χιονόχρως
Headword (normalized):
χιονόχρως
Headword (normalized/stripped):
χιονοχρως
IDX:
96626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96627
Key:

Data

{'content': 'with snow-white skin: snow-white'}