Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χιονοβολέομαι
χιονόβολος
χιονοβόλος
χιονόβοσκος
χιονοθρέμμων
χιονόκτυπος
χιονόμελι
χιονόομαι
χιονόπεζα
χιονοτρόφος
χιονόχροος
χιονόχρως
χιονώδης
χιονωπός
Χῖος
Χίος
χιουργής
χιόω
χιραλέος
χιτών
χιτωνία
View word page
χιονόχροος
snow-white
ShortDef
snow-white
Debugging
Headword:
χιονόχροος
Headword (normalized):
χιονόχροος
Headword (normalized/stripped):
χιονοχροος
IDX:
96625
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96626
Key:
Data
{'content': 'snow-white'}