Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χιονοβλέφαρος
χιονόβλητος
χιονοβολέομαι
χιονόβολος
χιονοβόλος
χιονόβοσκος
χιονοθρέμμων
χιονόκτυπος
χιονόμελι
χιονόομαι
χιονόπεζα
χιονοτρόφος
χιονόχροος
χιονόχρως
χιονώδης
χιονωπός
Χῖος
Χίος
χιουργής
χιόω
χιραλέος
View word page
χιονόπεζα
with snow-white feet

ShortDef

with snow-white feet

Debugging

Headword:
χιονόπεζα
Headword (normalized):
χιονόπεζα
Headword (normalized/stripped):
χιονοπεζα
IDX:
96623
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96624
Key:

Data

{'content': 'with snow-white feet'}