Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χιονισμός
χιονοβλέφαρος
χιονόβλητος
χιονοβολέομαι
χιονόβολος
χιονοβόλος
χιονόβοσκος
χιονοθρέμμων
χιονόκτυπος
χιονόμελι
χιονόομαι
χιονόπεζα
χιονοτρόφος
χιονόχροος
χιονόχρως
χιονώδης
χιονωπός
Χῖος
Χίος
χιουργής
χιόω
View word page
χιονόομαι
become snow-white

ShortDef

become snow-white

Debugging

Headword:
χιονόομαι
Headword (normalized):
χιονόομαι
Headword (normalized/stripped):
χιονοομαι
IDX:
96622
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96623
Key:

Data

{'content': 'become snow-white'}