Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χιόνινος
χιόνιον
χιονισμός
χιονοβλέφαρος
χιονόβλητος
χιονοβολέομαι
χιονόβολος
χιονοβόλος
χιονόβοσκος
χιονοθρέμμων
χιονόκτυπος
χιονόμελι
χιονόομαι
χιονόπεζα
χιονοτρόφος
χιονόχροος
χιονόχρως
χιονώδης
χιονωπός
Χῖος
Χίος
View word page
χιονόκτυπος
snow-beaten
ShortDef
snow-beaten
Debugging
Headword:
χιονόκτυπος
Headword (normalized):
χιονόκτυπος
Headword (normalized/stripped):
χιονοκτυπος
IDX:
96620
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96621
Key:
Data
{'content': 'snow-beaten'}