Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χιονικός
χιόνινος
χιόνιον
χιονισμός
χιονοβλέφαρος
χιονόβλητος
χιονοβολέομαι
χιονόβολος
χιονοβόλος
χιονόβοσκος
χιονοθρέμμων
χιονόκτυπος
χιονόμελι
χιονόομαι
χιονόπεζα
χιονοτρόφος
χιονόχροος
χιονόχρως
χιονώδης
χιονωπός
Χῖος
View word page
χιονοθρέμμων
fostering snow, snow-clad
ShortDef
fostering snow, snow-clad
Debugging
Headword:
χιονοθρέμμων
Headword (normalized):
χιονοθρέμμων
Headword (normalized/stripped):
χιονοθρεμμων
IDX:
96619
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96620
Key:
Data
{'content': 'fostering snow, snow-clad'}