Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χιονίζω
χιονικός
χιόνινος
χιόνιον
χιονισμός
χιονοβλέφαρος
χιονόβλητος
χιονοβολέομαι
χιονόβολος
χιονοβόλος
χιονόβοσκος
χιονοθρέμμων
χιονόκτυπος
χιονόμελι
χιονόομαι
χιονόπεζα
χιονοτρόφος
χιονόχροος
χιονόχρως
χιονώδης
χιονωπός
View word page
χιονόβοσκος
nourished by snows

ShortDef

nourished by snows

Debugging

Headword:
χιονόβοσκος
Headword (normalized):
χιονόβοσκος
Headword (normalized/stripped):
χιονοβοσκος
IDX:
96618
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96619
Key:

Data

{'content': 'nourished by snows'}