Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χιόνεος
χιονίζω
χιονικός
χιόνινος
χιόνιον
χιονισμός
χιονοβλέφαρος
χιονόβλητος
χιονοβολέομαι
χιονόβολος
χιονοβόλος
χιονόβοσκος
χιονοθρέμμων
χιονόκτυπος
χιονόμελι
χιονόομαι
χιονόπεζα
χιονοτρόφος
χιονόχροος
χιονόχρως
χιονώδης
View word page
χιονοβόλος
snowy
ShortDef
snowy
Debugging
Headword:
χιονοβόλος
Headword (normalized):
χιονοβόλος
Headword (normalized/stripped):
χιονοβολος
IDX:
96617
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96618
Key:
Data
{'content': 'snowy'}