Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χῖον
χιόνεος
χιονίζω
χιονικός
χιόνινος
χιόνιον
χιονισμός
χιονοβλέφαρος
χιονόβλητος
χιονοβολέομαι
χιονόβολος
χιονοβόλος
χιονόβοσκος
χιονοθρέμμων
χιονόκτυπος
χιονόμελι
χιονόομαι
χιονόπεζα
χιονοτρόφος
χιονόχροος
χιονόχρως
View word page
χιονόβολος
snow-covered

ShortDef

snow-covered

Debugging

Headword:
χιονόβολος
Headword (normalized):
χιονόβολος
Headword (normalized/stripped):
χιονοβολος
IDX:
96616
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96617
Key:

Data

{'content': 'snow-covered'}