Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χιοειδής
χῖον
χιόνεος
χιονίζω
χιονικός
χιόνινος
χιόνιον
χιονισμός
χιονοβλέφαρος
χιονόβλητος
χιονοβολέομαι
χιονόβολος
χιονοβόλος
χιονόβοσκος
χιονοθρέμμων
χιονόκτυπος
χιονόμελι
χιονόομαι
χιονόπεζα
χιονοτρόφος
χιονόχροος
View word page
χιονοβολέομαι
to be covered with snow

ShortDef

to be covered with snow

Debugging

Headword:
χιονοβολέομαι
Headword (normalized):
χιονοβολέομαι
Headword (normalized/stripped):
χιονοβολεομαι
IDX:
96615
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96616
Key:

Data

{'content': 'to be covered with snow'}