Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χιογενής
χιοειδής
χῖον
χιόνεος
χιονίζω
χιονικός
χιόνινος
χιόνιον
χιονισμός
χιονοβλέφαρος
χιονόβλητος
χιονοβολέομαι
χιονόβολος
χιονοβόλος
χιονόβοσκος
χιονοθρέμμων
χιονόκτυπος
χιονόμελι
χιονόομαι
χιονόπεζα
χιονοτρόφος
View word page
χιονόβλητος
snow-beaten

ShortDef

snow-beaten

Debugging

Headword:
χιονόβλητος
Headword (normalized):
χιονόβλητος
Headword (normalized/stripped):
χιονοβλητος
IDX:
96614
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96615
Key:

Data

{'content': 'snow-beaten'}