Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χίμετλον
χιογενής
χιοειδής
χῖον
χιόνεος
χιονίζω
χιονικός
χιόνινος
χιόνιον
χιονισμός
χιονοβλέφαρος
χιονόβλητος
χιονοβολέομαι
χιονόβολος
χιονοβόλος
χιονόβοσκος
χιονοθρέμμων
χιονόκτυπος
χιονόμελι
χιονόομαι
χιονόπεζα
View word page
χιονοβλέφαρος
with eye of dazzling white

ShortDef

with eye of dazzling white

Debugging

Headword:
χιονοβλέφαρος
Headword (normalized):
χιονοβλέφαρος
Headword (normalized/stripped):
χιονοβλεφαρος
IDX:
96613
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96614
Key:

Data

{'content': 'with eye of dazzling white'}