Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χιμετλιάω
χίμετλον
χιογενής
χιοειδής
χῖον
χιόνεος
χιονίζω
χιονικός
χιόνινος
χιόνιον
χιονισμός
χιονοβλέφαρος
χιονόβλητος
χιονοβολέομαι
χιονόβολος
χιονοβόλος
χιονόβοσκος
χιονοθρέμμων
χιονόκτυπος
χιονόμελι
χιονόομαι
View word page
χιονισμός
snowing

ShortDef

snowing

Debugging

Headword:
χιονισμός
Headword (normalized):
χιονισμός
Headword (normalized/stripped):
χιονισμος
IDX:
96612
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96613
Key:

Data

{'content': 'snowing'}