Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χιμαροσφακτήρ
χιμετλιάω
χίμετλον
χιογενής
χιοειδής
χῖον
χιόνεος
χιονίζω
χιονικός
χιόνινος
χιόνιον
χιονισμός
χιονοβλέφαρος
χιονόβλητος
χιονοβολέομαι
χιονόβολος
χιονοβόλος
χιονόβοσκος
χιονοθρέμμων
χιονόκτυπος
χιονόμελι
View word page
χιόνιον
eye-salve

ShortDef

eye-salve

Debugging

Headword:
χιόνιον
Headword (normalized):
χιόνιον
Headword (normalized/stripped):
χιονιον
IDX:
96611
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96612
Key:

Data

{'content': 'eye-salve'}