Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χιμάραρχος
χίμαρος
χιμαροσφακτήρ
χιμετλιάω
χίμετλον
χιογενής
χιοειδής
χῖον
χιόνεος
χιονίζω
χιονικός
χιόνινος
χιόνιον
χιονισμός
χιονοβλέφαρος
χιονόβλητος
χιονοβολέομαι
χιονόβολος
χιονοβόλος
χιονόβοσκος
χιονοθρέμμων
View word page
χιονικός
of snow
ShortDef
of snow
Debugging
Headword:
χιονικός
Headword (normalized):
χιονικός
Headword (normalized/stripped):
χιονικος
IDX:
96609
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96610
Key:
Data
{'content': 'of snow'}