Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χιμαιροφύλαξ
χιμάραρχος
χίμαρος
χιμαροσφακτήρ
χιμετλιάω
χίμετλον
χιογενής
χιοειδής
χῖον
χιόνεος
χιονίζω
χιονικός
χιόνινος
χιόνιον
χιονισμός
χιονοβλέφαρος
χιονόβλητος
χιονοβολέομαι
χιονόβολος
χιονοβόλος
χιονόβοσκος
View word page
χιονίζω
to snow upon, cover with snow

ShortDef

to snow upon, cover with snow

Debugging

Headword:
χιονίζω
Headword (normalized):
χιονίζω
Headword (normalized/stripped):
χιονιζω
IDX:
96608
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96609
Key:

Data

{'content': 'to snow upon, cover with snow'}