Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χιμαιροβάτης
χιμαιροθύτης
χιμαιροφόνος
χιμαιροφύλαξ
χιμάραρχος
χίμαρος
χιμαροσφακτήρ
χιμετλιάω
χίμετλον
χιογενής
χιοειδής
χῖον
χιόνεος
χιονίζω
χιονικός
χιόνινος
χιόνιον
χιονισμός
χιονοβλέφαρος
χιονόβλητος
χιονοβολέομαι
View word page
χιοειδής
in form of a X

ShortDef

in form of a X

Debugging

Headword:
χιοειδής
Headword (normalized):
χιοειδής
Headword (normalized/stripped):
χιοειδης
IDX:
96605
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96606
Key:

Data

{'content': 'in form of a X'}