Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χιλιόκωμος
χιλιόμβη
χιλιόναυς
χιλιοναύτης
χιλιόομαι
χιλιόπαλαι
χιλιόπηχυς
χιλιοστός
χιλιοστύς
χιλιοτάλαντος
χιλιοφόρος
χιλίωρος
χιλοποιέομαι
χιλός
χιλόω
χίλωμα
Χίλων
Χιλώνειος
χιλωτήρ
χίμαιρα
Χίμαιρα
View word page
χιλιοφόρος
carrying a thousand

ShortDef

carrying a thousand

Debugging

Headword:
χιλιοφόρος
Headword (normalized):
χιλιοφόρος
Headword (normalized/stripped):
χιλιοφορος
IDX:
96582
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96583
Key:

Data

{'content': 'carrying a thousand'}