Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χιλιάροτρος
χιλιαρχέω
χιλιάρχης
χιλιαρχία
χιλιαρχικός
χιλίαρχος
χιλιάς
χιλιαστήρ
χιλιετηρίς
χιλιέτης
χιλιοδύναμος
χίλιοι
χιλιοκαιπεντηκοσταπλασίων
χιλιοκτακοσιογδοηκονταπλασίων
χιλιόκωμος
χιλιόμβη
χιλιόναυς
χιλιοναύτης
χιλιόομαι
χιλιόπαλαι
χιλιόπηχυς
View word page
χιλιοδύναμος
a medicinal plant

ShortDef

a medicinal plant

Debugging

Headword:
χιλιοδύναμος
Headword (normalized):
χιλιοδύναμος
Headword (normalized/stripped):
χιλιοδυναμος
IDX:
96568
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96569
Key:

Data

{'content': 'a medicinal plant'}