Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χιαστός
χιδρίας
χῖδρον
χιδροπώλης
χίθος
Χίλεος
χιλεύω
χιλήγονος
χιλιάγωνος
χιλιάζω
χιλιάκις
χιλίανδρος
χιλιάριθμος
χιλιάροτρος
χιλιαρχέω
χιλιάρχης
χιλιαρχία
χιλιαρχικός
χιλίαρχος
χιλιάς
χιλιαστήρ
View word page
χιλιάκις
a thousand times

ShortDef

a thousand times

Debugging

Headword:
χιλιάκις
Headword (normalized):
χιλιάκις
Headword (normalized/stripped):
χιλιακις
IDX:
96555
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96556
Key:

Data

{'content': 'a thousand times'}