Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χιαστί
χιαστός
χιδρίας
χῖδρον
χιδροπώλης
χίθος
Χίλεος
χιλεύω
χιλήγονος
χιλιάγωνος
χιλιάζω
χιλιάκις
χιλίανδρος
χιλιάριθμος
χιλιάροτρος
χιλιαρχέω
χιλιάρχης
χιλιαρχία
χιλιαρχικός
χιλίαρχος
χιλιάς
View word page
χιλιάζω
to be a thousand years old
ShortDef
to be a thousand years old
Debugging
Headword:
χιλιάζω
Headword (normalized):
χιλιάζω
Headword (normalized/stripped):
χιλιαζω
IDX:
96554
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96555
Key:
Data
{'content': 'to be a thousand years old'}