Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χίασμα
χιασμός
χιαστέον
χιαστί
χιαστός
χιδρίας
χῖδρον
χιδροπώλης
χίθος
Χίλεος
χιλεύω
χιλήγονος
χιλιάγωνος
χιλιάζω
χιλιάκις
χιλίανδρος
χιλιάριθμος
χιλιάροτρος
χιλιαρχέω
χιλιάρχης
χιλιαρχία
View word page
χιλεύω
supply with fodder
ShortDef
supply with fodder
Debugging
Headword:
χιλεύω
Headword (normalized):
χιλεύω
Headword (normalized/stripped):
χιλευω
IDX:
96551
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96552
Key:
Data
{'content': 'supply with fodder'}