Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χιάζω
Χῖαι
χιακά
χίασμα
χιασμός
χιαστέον
χιαστί
χιαστός
χιδρίας
χῖδρον
χιδροπώλης
χίθος
Χίλεος
χιλεύω
χιλήγονος
χιλιάγωνος
χιλιάζω
χιλιάκις
χιλίανδρος
χιλιάριθμος
χιλιάροτρος
View word page
χιδροπώλης
dealer in χῖδρα, unripe wheaten groats

ShortDef

dealer in χῖδρα, unripe wheaten groats

Debugging

Headword:
χιδροπώλης
Headword (normalized):
χιδροπώλης
Headword (normalized/stripped):
χιδροπωλης
IDX:
96548
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96549
Key:

Data

{'content': 'dealer in χῖδρα, unripe wheaten groats'}