Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χηραμύς
χηρεία
χήρειος
χήρευσις
χηρεύω
χήρη
χηρικός
χῆρος
χηροσύνη
χηρόω
χήρωσις
χηρωσταί
χηρωστής
χητεία
χήτειος
χῆτος
χητοσύνη
χθαμαλοπτήτης
χθαμαλός
χθαμαλότης
χθαμαλόω
View word page
χήρωσις
being bereaved
ShortDef
being bereaved
Debugging
Headword:
χήρωσις
Headword (normalized):
χήρωσις
Headword (normalized/stripped):
χηρωσις
IDX:
96514
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96515
Key:
Data
{'content': 'being bereaved'}