Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χηραμός
χηραμύς
χηρεία
χήρειος
χήρευσις
χηρεύω
χήρη
χηρικός
χῆρος
χηροσύνη
χηρόω
χήρωσις
χηρωσταί
χηρωστής
χητεία
χήτειος
χῆτος
χητοσύνη
χθαμαλοπτήτης
χθαμαλός
χθαμαλότης
View word page
χηρόω
to make desolate
ShortDef
to make desolate
Debugging
Headword:
χηρόω
Headword (normalized):
χηρόω
Headword (normalized/stripped):
χηροω
IDX:
96513
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96514
Key:
Data
{'content': 'to make desolate'}